κοπέλλα

κοπέλλα
η
βλ. κοπέλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

  • κοπέλα — η (Μ κοπέλλα) 1. νεαρή γυναίκα, κορίτσι, κόρη («τίς ξέρ αν είν κι αγάπησε άλλην κοπέλα ξένη», Ερωτόκρ.) 2. υπηρέτρια, δούλα νεοελλ. φρ. «η κοπέλα μου» το κορίτσι με το οποίο σχετίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coppella] …   Dictionary of Greek

  • κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …   Dictionary of Greek

  • τσέλιγκας — και τσέλιγγας, ο, Ν ιδιοκτήτης τσελιγκάτου, ιδιοκτήτης μεγάλου κοπαδιού («εγώ είμαι κόρη τού βουνού και τσέλιγκα κοπέλλα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tselnik «γενάρχης οικογένειας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”